- ἰόδετος
- ἰό-δετος, ον, ([etym.] δέω)A violet-twined,
στέφανοι Pi.Fr.75.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στέφανοι Pi.Fr.75.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιόδετος — ἰόδετος, ον (Α) δεμένος ή πλεγμένος με ία («ἰοδέτων στεφάνων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + δετος (< δέω «δένω»), πρβλ. σκυρό δετος, χρυσό δετος] … Dictionary of Greek
ἰοδέτων — ἰόδετος violet twined masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… … Dictionary of Greek